αγεφύρωτος

αγεφύρωτος
-η, -ο [γεφυρώνω]
1. αυτός που δεν γεφυρώθηκε, που δεν συνδέθηκε ή δεν μπορεί να συνδεθεί με γέφυρα
2. (κυριολ. και μτφ.) ο τόσο φαρδύς, τόσο μεγάλος, που δεν μπορεί να γεφυρωθεί, να ενωθεί
με αυτή τη σημ. στη φρ. «μάς χωρίζει αγεφύρωτο χάσμα», απέχουμε πολύ στις σκέψεις, τις αρχές μας κ.λπ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αγεφύρωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ενώθηκε με γέφυρα: Το ποτάμι έμενε ακόμη αγεφύρωτο. 2. ασυμβίβαστη διαφορά: Τους χώριζε πάντα χάσμα αγεφύρωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”